ερωτογόνος

ερωτογόνος
-ο και -α, -ο
(για σημεία τού σώματος) αυτός που αποτελεί κέντρο ή σημείο αφετηρίας για σεξουαλική διέγερση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + -γόνος < γίγνομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”